- κοναρός
- κοναρός, -ά, -όν (Α)(κατά τον Ησύχ.)1. καλοθρεμμένος, ευτραφής2. δραστήριος, ενεργητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. με τη σημ. «δραστήριος, ενεργητικός» συνδέεται πιθ. με το ρ. ἐγκονῶ «είμαι γρήγορος, σπεύδω»].
Dictionary of Greek. 2013.