κοναρός

κοναρός
κοναρός, -ά, -όν (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. καλοθρεμμένος, ευτραφής
2. δραστήριος, ενεργητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. με τη σημ. «δραστήριος, ενεργητικός» συνδέεται πιθ. με το ρ. ἐγκονῶ «είμαι γρήγορος, σπεύδω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοναρώτερον — κοναρός well fed adverbial comp κοναρός well fed masc acc comp sg κοναρός well fed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοναρόν — κοναρός well fed masc acc sg κοναρός well fed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”